Trova & Bolero
Εν αρχή λοιπόν, χρονικώς και μουσικώς, είναι η παραδοσιακή Trova (ή Trova Tradicional, σε αντιδιαστολή με τη Nueva Trova που θα δούμε πολύ παρακάτω). Παιδί των αστικών κέντρων της ανατολικής Κούβας (αντίθετα με το Danzon και τα πρότερα έντεχνα είδη, που βγήκαν από το πολύ διαφορετικό περιβάλλον της δυτικής μεριάς του νησιού) και γνήσιο παράγωγο της ρέμπελης κουλτούρας του Santiago de Cuba κατά τα χρόνια των πολέμων της Ανεξαρτησίας από τον ισπανικό αποικιακό ζυγό, η Trova ήταν ένα μουσικό ιδίωμα χωρίς σαφή τεχνικά χαρακτηριστικά και συγκεκριμένο χαρακτήρα, που ωστόσο οριζόταν περισσότερο από τον τρόπο της έκφρασης της παρά από τις αυστηρά μουσικές της ιδιότητες : όπως σημειώνει εύστοχα ο σημαντικός τραγουδοποιός Noel Nicola, η έννοια της trova επεξηγείται πλήρως μέσα από το νοηματικό σύνολο «άτομο – κιθάρα – ποίηση – λαϊκότητα», με άλλα λόγια μιλάμε γιά ένα είδος που εγείρεται μέσα από μοναχικούς τραγουδοποιούς, κατά τεκμήριο χαμηλής κοινωνικής τάξης, που με μοναδικά εργαλεία μία κιθάρα, απλές μελωδίες και στίχους με στοιχειωδώς ποιητικό περιεχόμενο γεννούν έναν τύπο «κουβανικού νεορομαντισμού», μποέμικου και λαϊκού, σε μία εποχή (τέλη του 19ου αιώνα) όπου η κυρίαρχη μουσική παίζεται από μεγάλες ορχήστρες και διατηρεί ακόμα πολλά από τα παλιότερα ευρωπαϊκά, αποικιακά χαρακτηριστικά.
Πρόκειται γιά μουσικούς αυτοδίδακτους, συνήθως μιγάδες ή μαύρους, που έβγαζαν τα πενιχρά προς το ζην παίζοντας και τραγουδώντας σε καφενεία, ταβέρνες ή σερενάτες, η ιστορική καταγωγή των οποίων παραπέμπει στους τροβαδούρους της παλιάς Ευρώπης (των οποίων τον τίτλο, trovadores, παραλαμβάνουν και μεταφέρουν στη σύγχρονη εποχή), όμως η κουβανική πραγματικότητα του 19ου αιώνα τους βρίσκει όχι στις βασιλικές αυλές, μα στα καταγώγια των έγχρωμων πυρήνων του Oriente. Αν και οι πρώτοι Κουβανοί trovadores ερμήνευαν, με τα απλά μέσα και τις ελάχιστες μουσικές γνώσεις που διέθεταν, ιταλικά τραγούδια του συρμού, κομμάτια από ισπανικές οπερέτες, γαλλικές ρομάντζες και ρομαντικά κολομβιάνικα bambucos, όλα ανάκατα με βάση το γούστο του πόπολου της εποχής, η αποκρυστάλλωση της κουβανικής ταυτότητας και εθνικής συνείδησης σε πλήρη ρήξη με την «κουλτούρα της αποικίας» έτσι όπως προέκυψε και γιγαντώθηκε στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα (Πόλεμοι της Ανεξαρτησίας), ανέδειξε τους πρώτους πληβείους τραγουδοποιούς με καθαρά κουβανέζικη μουσική (και στιχουργική) γλώσσα.
Τα παλιότερα δείγματα των κουβανέζικων συνθέσεων της Trova δείχνουν μία ευεξήγητη κλίση προς τα πατριωτικά θέματα, εν τούτοις ο ρομαντικός, μελαγχολικός της χαρακτήρας ήταν εξ αρχής το κύριο συστατικό στοιχείο της τέχνης της. Ακόμα, οι παλιές ευθείες αναφορές στο ευρωπαϊκό τραγούδι σταδιακά αφέθηκαν κατά μέρος και η trova πήρε μια σαφή κουβανέζικη, «κρεολική» μουσική μορφή, με καθαρότατη την επιρροή της habanera, αν και στα χαμαιτυπεία του Santiago de Cuba τούτο το εκλεπτυσμένο μουσικό είδος έφτασε μόνο σαν ένας ρυθμικός απόηχος και μία μελωδική επίφαση, απογυμνωμένη από τα πλούσια έγχορδα, το φίνο πιάνο και τις λυρικές φωνές, και προσαρμοσμένη στα μέτρα ενός μιγά ή γιου Αφρικάνων με μία κιθάρα και μια καπνισμένη φωνή σε κάποιο μισοσκότεινο ταβερνείο αντί για ένα αριστοκρατικό σαλόνι ή κάποιο πρωτευουσιάνικο θέατρο. Πάντως, η habanera μπόλιασε την Trova με τον τυπικό ρυθμό της παλιότερης Contradanza (που βρίσκουμε, ελαφρά παραλλαγμένο, και στο Danzon) και πάνω σε αυτή τη βάση, οι πρώτοι σημαντικοί τραγουδοποιοί της μοναχικής κιθάρας και του ποιητικού ρομαντισμού εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Αυτοί ήταν οι Sindo Garay, Rosendo Ruiz, Alberto Villalon, Manuel Corona και η εμβληματική θηλυκή φιγούρα της Maria Teresa Vera , ενώ από τις τάξεις των trovadores προήλθε κι εκείνος που λογαριάζεται ως ο πατέρας του Bolero : O Jose “Pepe” Sanchez - του οποίου το κομμάτι “Tristezas” (1883, κατά άλλους 1885) θεωρείται το πρώτο bolero της ιστορίας, είναι και ο πρωταρχικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δύο είδη, που για αρκετά χρόνια εξελίχθηκαν με δυσδιάκριτα τα μεταξύ τους όρια.
την πραγματικότητα, το Bolero και η Trova ήταν, στην αρχή τουλάχιστον, μουσικώς ταυτόσημα είδη και η διαφορετική ορολογία στην ουσία αφορά διαφορετικές συνιστώσες του ίδιου καλλιτεχνικού φαινομένου : Bolero λεγόταν το είδος μουσικής, ας πούμε ο ρυθμός, ενώ Trova (εκ του trovar=στιχουργώ, φτιάχνω ποίηση) καλείτο όλο εκείνο το κίνημα των ρομαντικών τραγουδοποιών των κατώτερων τάξεων του Santiago de Cuba της εποχής. Ωστόσο, η άφιξη του Bolero στην Αβάνα, περί τις αρχές του 20ου αιώνα, και η ενθουσιώδης υποδοχή του από τον κόσμο της δυτικής Κούβας (που, 1.000 χιλιόμετρα δυσδιάβατου δρόμου μακριά από το Santiago, ήταν περίπου άλλος πλανήτης) σήμανε την οριστική διαφοροποίηση του από την Trova, καθώς μέσα στις επόμενες δεκαετίες ο ρυθμός του τροποποιήθηκε, η μουσική του άρχισε να ενορχηστρώνεται για όλο και μεγαλύτερα γκρουπ (και τελικώς μεγάλες ορχήστρες) και το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στον επαγγελματία τραγουδιστή, ενώ τα τραγούδια γράφονταν από άλλους, ομοίως επαγγελματίες, συνθέτες ειδικευμένους στη σύνθεση boleros. Ενώ, λοιπόν, στο Santiago de Cuba οι trovadores συνέχισαν ως είχαν, πιστοί στην κιθάρα και την παλιότερη φόρμα, το Bolero έγινε το πρώτο μουσικό είδος που εξήγαγε μαζικά η Κούβα στον 20ο αιώνα, καθώς ταξίδεψε στα γύρω νησιά, στο Μεξικό και, συν τω χρόνω, σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη ακόμα, καθιστάμενο από το 1930 περίπου και μετά ένα οριστικά διεθνές, παν-λατινοαμερικάνικο μουσικό είδος που μπορούμε ασφαλώς να πούμε πως είναι το πλέον διαδεδομένο και διαχρονικά δημοφιλές μουσικό στυλ που γέννησε η Κούβα.
Πηγή: http://www.latinmusic.gr