Η αυτού εξοχότης, το Danzon
Οι τελευταίες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα στάθηκαν άκρως σημαντικές για ένα και μόνο λόγο : διότι τότε, και μόνο τότε, είδαν το φως, σχεδόν ταυτόχρονα, τα δύο πρώτα αμιγώς κουβανέζικα μουσικά είδη – δηλαδή, είδη που ναι μεν είχαν να επιδείξουν πολλές και διάφορες επιρροές, πλην όμως δεν ήταν ούτε ευρωπαϊκά, ούτε αφρικάνικα, αλλά στυλ – μιγάδες, αποκλειστικώς κουβανέζικης σύλληψης, εκτέλεσης και πατέντας. Τα προεόρτια των ιστορικών εξελίξεων σήμαναν με την εμφάνιση της μεταβατικής Danza, που συνυπήρξε για λίγο με τη μητρική φόρμα, αλλά γρήγορα εξελίχθηκε περαιτέρω σ’ αυτό που ο μαύρος συνθέτης και βιολιστής από την πόλη του Matanzas, Miguel Μailde πρωτοπαρουσίασε την πρωτοχρονιά του 1879 ως Danzon, στη σύνθεση του “Las Alturas De Simpson”. Το Danzon διέφερε σημαντικά απ’ τη Danza και την Contradanza ως προς τη συνθετική του δομή και, παρ’ ότι διατηρούσε το χαρακτήρα του χορού «της σάλας», εν τούτοις τροποποίησε περαιτέρω τη ρυθμική βάση του “cinquillo” σε ένα πατρόν των δύο μέτρων που έδωσε στο Danzon ένα πρωτόγνωρο για την εποχή χορευτικό «σουίνγκ».
Αρχικά, οι ορχήστρες που έπαιζαν Danzon αποτελούνταν από χάλκινα πνευστά, έγχορδα, guiro (κρουστό σαν «ξύστρα», κουβανέζικης προέλευσης) και τις αρχέτυπες timbales, ουσιαστικά τα ευρωπαϊκά τιμπάνια σε κάπως μικρότερη έκδοση (αλλά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που γνωρίζουμε σήμερα), τα οποία παρέα με το guiro τόνιζαν το ρυθμό. Εκείνες οι σχετικά πολυμελείς ορχήστρες λέγονταν charangas και αξίζει να πούμε πως, κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την εφεύρεση του Danzon, αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από μαύρους μουσικούς. Αργότερα, από τις αρχές του 20ου αιώνα και εντεύθεν, σταδιακά επικράτησε ένας τύπος ορχήστρας με βιολιά, τσέλο, κοντραμπάσο, φλάουτο συν κρουστά και πιάνο, που ονομάστηκε charanga francesa (γαλλική charanga) και αποτέλεσε ένα από τα πλέον τυπικά είδη κουβανέζικης μπάντας ως σήμερα, γνωστή πια ως σκέτη charanga και σταθερά δημοφιλέστατη στην χορευτική μουσική εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Το Danzon αρχικά ήταν αμιγώς ορχηστρικό είδος και δεν περιελάμβανε τραγούδι.
Η δομή του είναι σχετικά πολύπλοκη (γιά χορευτικό είδος) και συνίσταται στο σχήμα «εισαγωγή – θέμα κλαρινέτου ή φλάουτου – θέμα εισαγωγής – θέμα εγχόρδων (συνήθως βιολιού) – montuno – φινάλε».
Το montuno, ωστόσο, δεν αποτελούσε τμήμα της αρχικής φόρμας του Danzon του 19ου αιώνα και αποτελεί «πατέντα» του μαέστρου Jose Urfé που κάτω από την φρέσκια επιρροή του Son, λανσάρισε αυτό το πιο ελεύθερο και ρυθμικά δυναμικό μέρος στη σύνθεση του “El Bombin de Barreto” του 1910. Το montuno ενθουσίασε τα μάλα τους χορευτές των αρχών του 20ου αιώνα τόσο ώστε η προσθήκη του στη δομή του Danzon μονιμοποιήθηκε κι αποτελεί ως σήμερα ακλόνητο τμήμα της τυπικής του ενορχήστρωσης. Όπως γίνεται αντιληπτό, η σύνθεση ενός Danzon ήταν και είναι υπόθεση δημιουργών με ικανή ακαδημαϊκή μουσική κατάρτιση (όλοι οι συνθέτες του danzon είχαν μικρότερη ή μεγαλύτερη εμπειρία στην κλασική μουσική) και η αισθητική των ενορχηστρώσεων και των μελωδιών του καταδεικνύει αμέσως την απώτερη καταγωγή στα κλασικά και ημι-κλασικά ευρωπαϊκά είδη του 19ου αιώνα, φανερή άλλωστε και από τις πάμπολλες διασκευές γνωστών κλασικών θεμάτων (π.χ. Beethoven, Mozart, Tchaikovsky) που έχουν προσαρμοστεί κατά καιρούς από τις κουβανέζικες ορχήστρες στο στυλ του Danzon. Ωστόσο, το ρυθμικό υπόστρωμα, καθαρά και ξάστερα αφρο-κουβανέζικο, υπογραμμίζει τη μοναδικότητα αυτού του είδους και η περαιτέρω «αφρικανοποίηση» του Danzon από τις αρχές του 20ου αιώνα ολοκληρώθηκε με την προσθήκη μίας μεταλλικής κουδούνας (ένα κρουστό κοινό σε πλείστες αφρικάνικες κουλτούρες αλλά εντελώς άγνωστο στην Ευρώπη) στις timbales και αργότερα, στη δεκαετία του 30, την σκανδαλιστική (γιά τα μουσικά ειωθότα της εποχής) περίληψη της conga στην ορχήστρα charanga (η οποία, όμως, παιζόταν μόνο στο montuno των κομματιών – στο πρώτο μέρος ο conguero καθόταν άπραγος).
Μία ακόμα καινοτομία στη φόρμα του Danzon ήταν η προσθήκη τραγουδιού, έμπνευση του μαέστρου Aniceto Diaz που ντεμπουτάρισε το 1929 με το κομμάτι “Rompiendo la rutina”, σε μία προσπάθεια να επαναφέρει τη φόρμα του Danzon στη δημοφιλία, μια και η κυριαρχία του Son κόντευε, τότε, να παροπλίσει εντελώς τις ορχήστρες του Danzon. Η καινοτομία του Aniceto Diaz ονομάστηκε (από τον ίδιο) “danzonete” και πήρε τον δικό της, παράλληλο δρόμο με το Danzon, σαν ξεχωριστό υποείδος που ανέδειξε σημαντικούς ερμηνευτές με θαυμάσιες φωνές και λυρικό, ρομαντικό στυλ, όπως η σπουδαία Paulina Alvarez (η πρώτη γυναίκα με δική της ορχήστρα στην κουβανέζικη μουσική), o Barbarito Diez και ο Cheo Marquetti. Τα χρόνια της παντοδυναμίας του Danzon, που αποκαλείτο το «εθνικό μουσικό είδος της Κούβας» ως το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, τοποθετούνται ανάμεσα στο 1880 και το 1920, ενώ μία αξιοπρόσεκτη ανάκαμψη του συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 30, κατά βάση εξαιτίας της δημοτικότητας της ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας και δημιουργικής ορχήστρας Arcaño y sus Maravillas, η οποία πολλαπλασίασε το σουξέ της μέσω των ραδιοφωνικών της προγραμμάτων που έφταναν, πλέον, σε όλο το νησί. Συνολικά πάντως, το Danzon λογίζεται ως ένα από τα δύο-τρία σημαντικότερα μουσικά είδη που γεννήθηκαν εν Κούβα, καθώς όχι μόνο αποτελεί ένα στυλ με υψηλή μουσική εξέλιξη και πληρότητα και, ουσιαστικά, το πρώτο μουσικό είδος με απολύτως γηγενή κουβανέζικη προέλευση, αλλά και την πλατφόρμα από την οποία ξεπήδησαν δύο ακόμα ξακουστά είδη, το cha cha cha και το mambo, μέσα από διαδικασίες που θα εξετάσουμε όταν έρθει η ώρα τους στη χρονική ροή αφήγησης της ιστορίας της μουσικής της Κούβας.
Πηγή: http://www.latinmusic.gr